- εὐθυμάχης
- εὐθυμάχηςfighting openlymasc nom sgεὐθυμαχέωfight fairlyimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθυμάχης — εὐθυμάχης, δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται φανερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχης (< μάχομαι) πρβλ. α ταρβο μάχης, οπλο μάχης] … Dictionary of Greek
εὐθυμάχου — εὐθυμάχης fighting openly masc gen sg εὐθυμάχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυμάχαν — εὐθυμάχᾱν , εὐθυμάχης fighting openly masc acc sg (epic doric aeolic) εὐθυμάχης fighting openly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek